Ποιοτική κατάσταση υπογείων υδάτων

1.15. Ποιοτική κατάσταση υπογείων υδάτων

Τρεις βασικές κατηγορίες υδροφόρων οριζόντων συναντάμε στην περιοχή του Υδατικού Διαμερίσματος.

Είναι οι καρστικοί υδροφορείς των ασβεστολιθικών σχηματισμών, οι κοκκώδεις υδροφόροι και οι περιορισμένης υδροδυναμικότητας υδροφόροι των διερυγμένων βραχωδών πετρωμάτων των κρυσταλλοσχιστωδών και οφιολιθικών σχηματισμών.

Η υδρογεωλογία του Διαμερίσματος αποτυπώνεται στον επισυναπτόμενο υδρογεωλογικό χάρτη (ΙΓΜΕ, 2009).

Κοκκώδεις υδροφόροι ορίζοντες των Τεταρτογενών κυρίως ιζημάτων

Οι Τεταρτογενείς αποθέσεις των ποταμοχειμμάριων αποθέσεων και προσχώσεων, συνίστανται από αργίλους, αμμοχάλικες, κροκαλοπαγή και λατυποπαγή συνεκτικά ή χαλαρά, ψαμμίτες, ψηφιδοπαγή, άμμους με μικρό ή μεγάλο ποσοστό συμμετοχής λεπτόκοκκων αργιλικών υλικών σε φακοειδείς και διασταυρούμενες ενστρώσεις.

Οι παραπάνω αποθέσεις καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις στις λεκάνες των Γρεβενών, της Κοζάνης, Πτολεμαΐδας, Καστοριάς, Φλώρινας, επίσης στις κοίτες των ποταμών Αλιάκμονα, Βενέτικου και Σιούτσα Γρεβενών.

Είναι διαβρωσιγενή υλικά που προήλθαν από τη διάβρωση των πετρωμάτων των υψηλών οροσειρών της περιοχής και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν από τα υδατορέματα και αποτέθηκαν στις λεκάνες αυτές.

Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν ικανοποιητικό πορώδες και όταν η συμμετοχή των λεπτόκοκκων αργιλικών υλικών απουσιάζει ή είναι μικρή, τότε στους πόρους και στους κενούς αυτούς χώρους αποθηκεύονται υπόγεια νερά.

Έτσι αναπτύσσονται εκτεταμένοι και παραγωγικοί υδροφόροι, όπως στη μείζονα τεκτονική λεκάνη Πτολεμαΐδας, στη Μεσσοελληνική αύλακα στο Νομό Γρεβενών, στο Νομό Καστοριάς, Φλώρινας και αλλού.

Το πάχος των υδροφόρων κυμαίνεται ευρέως και φθάνει τα 120 μέτρα με καθαρά υδροφόρα στρώματα της τάξης των 50m.

Είναι παραγωγικοί υδροφορείς με παροχές νερού που φθάνουν και τα 200 m3/h και όλοι τελούν υπό εκμετάλλευση για διάφορες χρήσεις (υδρευτικές, αρδευτικές βιομηχανικές).

Τους υδροφόρους αυτούς τους ονομάζουμε κοκκώδεις ή προσχωματικούς και είναι οι παρακάτω υδροφόροι με τους αντίστοιχους κωδικούς οι οποίοι συνιστούν τα κύρια υπόγεια υδροφόρα συστήματα:

  • Πρεσπών Φλώρινας
  • Χαλάρας-Μαυρόκαμπου Καστοριάς
  • Καστοριάς
  • Μεσοποταμίας-Χιλιόδενδρου Καστοριάς
  • Γρεβενών
  • Καλονερίου-Νεάπολης Κοζάνης
  • Πυλωρείου Κοζάνης
  • Αγίου Γεωργίου Γρεβενών
  • Φρεάτιος κοίτης Βενέτικου Γρεβενών
  • Κνίδης Γρεβενών
  • Φλώρινας
  • Αμυνταίου Φλώρινας
  • Πτολεμαϊδας
  • Σαριγκιόλ ή νότιου πεδίου Κοζάνης
  • Βατερού Κοζάνης
  • Ξηρολίμνης Κοζάνης
  • Κρόκου Κοζάνης

Να σημειώσουμε ότι έχουν καταγραφεί και δευτερεύοντες μικρής υδροδυναμικότητας υδροφόροι, σημαντικοί για την ύδρευση κυρίως ορισμένων δήμων και κοινοτήτων, που οφείλεται στον συνεχή φυσικό εμπλουτισμό τους ή και στον τεχνικό επίσης εμπλουτισμό τους.

Οι υδροφόροι αυτοί που έχουν καταγραφεί ως δευτερεύοντες και χρησιμοποιούνται κύρια στην ύδρευση αλλά και στην άρδευση, είναι οι παρακάτω (ΙΓΜΕ, 2009):

  • Τρικοκιάς Γρεβενών
  • Παλιουριάς Γρεβενών
  • Φρεάτιος κοίτης Ποταμού Σιούτσα Γρεβενών
  • Φρεάτιος Αετιάς – Φιλιπαίων Γρεβενών
  • Γαλάτειας-Εμπορίου Κοζάνης

Καρστικοί υδροφορείς των ασβεστολιθικών σχηματισμών και μαρμάρων.

Στην ευρύτερη περιοχή οι Τριαδικο-ιουρασικοί ασβεστόλιθοι και τα μάρμαρα της Πελαγονικής και υποπελαγονικής ζώνης παρουσιάζουν πολύ μεγάλη έκταση και πάχος και συνίστανται από λευκότεφρους, τεφρούς, λευκούς, μαύρους ασβεστόλιθους με ποικίλο βαθμό ανακρυστάλλωσης, άλλοτε παχυστρωματώδεις ή ά στρωτους, λεπτοστρωματώδεις, λευκά μάρμαρα, μαρμαροειδείς και δολομιτικούς ασβεστόλιθους.

Η εξάπλωσή τους στα όρη Βέρμιο, Βόρα, Πιέρια, Κορησού, Βέρνου και Τρικλάριου Καστοριάς, Πρεσπών, είναι πάρα πολύ μεγάλη και σημαντική.

Παρουσιάζονται έντονα τεκτονισμένοι και αποκαρστωμένοι, με παρεμβολές σχιστόλιθων. Οι διάφοροι λιθολογικοί τύποι των ανθρακικών αυτών πετρωμάτων δεν εμφανίζονται σαν διάκριτοι ορίζοντες που εξελίσσονται ομαλά από τους παλαιότερους στους νεότερους, αλλά εναλλάσσονται ακανόνιστα, σαν αποτέλεσμα των μεταβολών των συνθηκών ιζηματογένεσης, το δε συνολικό τους πάχος υπερβαίνει τα 1000 μέτρα.

Τα πετρώματα αυτά έχουν μεγάλη υδρογεωλογική σημασία στην ανάπτυξη εκτεταμένων καρστικών υδροφορέων.

Όταν εμφανίζεται καθαρά, χωρίς προσμίξεις αργιλικών και άλλων υλικών, τότε καθίστανται ευκολοπρόσβλητοι στη διαλυτοποίηση.

Η αποκάρστωση (διαλυτοποίηση) των ασβεστολίθων είναι ένα σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο χημικών διεργασιών, όπου το αποτέλεσμα είναι η διαλυτοποίηση στο εσωτερικό της μάζας των ασβεστόλιθων και η δημιουργία πόρων και κενών χώρων.

Σε γενικές γραμμές το φαινόμενο της αποκάρστωσης των ασβεστόλιθων έχει ως εξής: το νερό της βροχής εμπλουτίζεται με CO2, είτε του ατμοσφαιρικού αέρα, είτε από τον αέρα του εδάφους εμπλουτισμένου με CO2 προερχόμενο από την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών και του ριζικού συστήματος.

Έχουμε στη συνέχεια τον σχηματισμό του ανθρακικού οξέος CO2 + Η2 → Η23

Το ανθρακικό τούτο νερό δρα επί των ασβεστόλιθων και παρέχει το δισανθρακικό ασβέστιο CaCΟ3 + Η23→ Ca(ΗCΟ3)2.

To δισανθρακικό ασβέστιο πλέον είναι ευδιάλυτο και απομακρύνεται από το νερό. Βέβαια ο μηχανισμός της διάλυσης δεν είναι τόσο απλός, αλλά περιλαμβάνει πολυάριθμες φυσικές και χημικές διεργασίες και που εν πάσει περιπτώσει το τελικό αποτέλεσμα είναι η διαλυτοποίηση που επιφέρουν στο εσωτερικό του πετρώματος των ασβεστόλιθων με την απομάκρυνση του διαλυμένου πετρώματος.

Οι ασβεστόλιθοι λοιπόν αυτοί έχουν υποστεί σε μεγάλο βαθμό τις παραπάνω χημικές διεργασίες διαλυτοποίησης, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται έντονα αποκαρστωμένοι.

Η αποκάρστωση αυτή παρατηρείται σε όλες τις εξωκαρστικές και ενδοκαρστικές μορφές και το βλέπουμε στις διάφορες καρστικές μορφές στη μάζα τους, όπως είναι οι πολλές καταβόθρες και τα μικροσπήλαια με τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες.

Η εντονότατη αυτή αποκάρστωση συναντήθηκε στη μάζα τους σε όλες τις εν- δοκαρστικές μορφές με τα σπήλαια, τους αγωγούς, τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες που παρατηρήσαμε στα δείγματα των εκατοντάδων υδρογεωτρήσεων που ανορύξαμε στους ασβεστόλιθους στην ευρύτερη περιοχή του Υδατικού Διαμερίσματος.

Στις περισσότερες γεωτρήσεις στις περιοχές του φράγματος Περδίκα, Κομνηνά, Αντίγονο, Πύργοι, Πελαργός, Λόφοι, Βέροια και αλλού, συναντήθηκαν μεγάλα σπήλαια, χωρίς επιστρεφόμενα υλικά διάτρησης στην επιφάνεια, αφού διοχετεύονταν στα έγκοιλα.

Εξωκαρστικές μορφές δεν απουσιάζουν, έτσι στην επιφάνειά τους συναντάμε καταβόθρες, δολίνες, πόλγες, με τις τελευταίες να υπερέχουν έναντι των άλλων.

Πόλγες συναντάμε στο Ασκιο όρος στη Γαλατινή, Σιδερά-Λιβερά, μεγάλο αριθμό στο Βέρμιο όρος, Πύργους, Μεσόβουνο, Κέλλη κ.λ.π.

Τα έγκοιλα λοιπόν αυτά και οι κενοί χώροι καταλαμβάνονται από το νερό και λειτουργούν σαν αποθηκευτικοί χώροι του υπόγειου νερού.

Από μόνη της όμως η αποκάρστωση με τη δημιουργία πορώδους στο εσωτερικό του πετρώματος, δεν αρκεί, για να αποθηκευτούν υπόγεια νερά, απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι να υπάρξει και κάποιος υποκείμενος υδατοστεγής σχηματισμός που θα παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή της κίνησης και αποθήκευσης του υπόγειου νερού.

Στην περίπτωσή μας, του καρστικού υδροφορέα των ασβεστόλιθων αυτών, τον μη υδροπερατό σχηματισμό παίζει στην μεγαλύτερη έκτασή του ο ίδιος ασβεστόλιθος, αφού κάτω των 400-500 μέτρων βάθους δεν είναι αποκαρστωμένος όπως έδειξαν οι πολλές γεωφυσικές έρευνες που πραγματοποιήσαμε στην περιοχή και σε άλλες περιπτώσεις οι υποκείμενοι κρυσταλλοσχιστώδεις σχηματισμοί.

Έτσι οι ασβεστόλιθοι αυτοί δημιουργούν εκτεταμένους και παραγωγικούς υδροφορείς στο Βορειοδυτικό Βέρμιο με ετήσια ανανεώσιμα αποθέματα που ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια κυβικά μέτρα και στάθμη στο +510 υψόμετρο, στο νοτιοδυτικό Βέρμιο-νότιο Ασκιο όρος με πλέον των 360.106 m3/ετήσιων ανανεώσιμων αποθεμάτων νερού και στάθμη +290 υψόμετρο, στο νομό Καστοριάς του Βέρνου όρους, στο όρος Κορησός, επίσης του νομού Καστοριάς και στο νότιο ανατολικό Βέρμιο όρος επίσης με τεράστια ανανεώσιμα αποθέματα νερού.

Η λεκάνη Σαριγκιόλ περιβάλλεται κυρίως από τους Τριαδικο-Ιουρασικούς ασβεστόλιθους, οι οποίοι αναπτύσσουν πλουσιότατη υπόγεια υδροφορία με στάθμη στο +290 υψόμετρο, πολύ κάτω του προσχωματικού υδροφόρου Σαριγκιόλ και εκφορτίζεται μέσου των πηγών Νεράϊδας, που σήμερα είναι υπολίμνιες πηγές καλυμένες από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.

Οι καρστικοί υδροφορείς στο Υδατικό Διαμέρισμα είναι πολλοί και διαχωρίζονται στους παρακάτω:

  • Υδροφορέας όρους Τρικλαρίου Καστοριάς
  • Υδροφορέας Πρεσπών Φλώρινας
  • Υδροφορέας Νότιου-δυτικού Βερμίου όρους με εκφόρτιση στις υπολίμνιες πηγές Νεράϊδας Κοζάνης
  • Υδροφορέας ορέων Κορησού Καστοριάς

Εδώ έχει καταγραφεί και ο δευτερεύον καρστικός υδροφορέας μικρής υδροδυναμικότητας που ακολουθεί και θεωρείται σημαντικός ως φυσικό λυσίμετρο.

  • Υδροφορέας Απόσκεπου-Κεφαλαρίου Καστοριάς.

Τέλος στην περιοχή εμφανίζονται και οι αυτόχθονες Κρητιδικής ηλικίας ασβεστόλιθοι της Πελαγονικής ζώνης. Η εμφάνιση των ασβεστόλιθων αυτών είναι μικρή σε όλες τις γεωτεκτονικές ζώνες του Υδατικού Διαμερίσματος. Εμφανίζονται ως πλακώδεις και σκοτεινότεφροι με φακοειδείς ενστρώσεις ψαμιτών και αργιλικών σχιστόλιθων. Δεν παρουσιάζουν και δεν έχουν υποστεί –γενικά- μεγάλη αποκάρστωση παρά μόνον μικρή αποκάρστωση τοπικά σε ζώνες ρηγματογενείς.

Δύο μικρής υδροδυναμικότητας υδροφορείς των Κρητιδικών ασβεστόλιθων της Πελαγονικής ζώνης, είναι οι παρακάτω.

  • Υδροφορέας Κρητιδικών ασβεστόλιθων Πόρου Γρεβενών.
  • Υδροφορέας Κρητιδικών ασβεστόλιθων Λευκοπηγής Κοζάνης.

Υδροφορείς των διερυγμένων βραχωδών πετρωμάτων των οφιολιθικών και Κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων.

 

Αρχίζοντας από τους πρώτους σχηματισμούς των βραχωδών οφιολιθικών πετρωμάτων που αποτελούν μια πολύ μεγάλη γκάμα πετρωμάτων όπως περιγράφηκε στο οικείο κεφάλαιο της γεωλογικής δομής, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν παρουσιάζουν πρωτογενές πορώδες, αλλά μόνο δευτερογενές πορώδες στις τεκτονικές ασυνέχειες, στις ζώνες των ανοικτών διακλάσεων και διαρήξεων, που προέρχονται από την τεκτονική καταπόνηση.

Δεν είναι βέβαια λίγες οι ζώνες όπου τα πετρώματα αυτά εμφανίζονται συχνά έντονα τεκτονισμένα και πάρα πολλά ρήγματα διέρχονται από τη μάζα τους, τα οποία άλλοτε βρίσκονται ανοικτά και άλλοτε με υλικά πλήρωσης.

Το υλικό πλήρωσης των ρηγμάτων διαφοροποιείται με το βάθος. Έτσι στα σημεία όπου επικρατεί η εξαλλοίωση από την επιφάνεια και μέχρι ένα ορισμένο βάθος, τα ρήγματα είναι ανοικτά με συνηθέστερο υλικό πλήρωσης τον οπάλιο.

Στο βάθος επικρατεί κατά κανόνα η σερπεντινίωση και τα ρήγματα είναι πληρωμένα με σερπεντίνη και υδρομαγνησιούχα ορυκτά.

Ο σερπεντίνης εξ αιτίας της δομής του δεσμεύει ποσότητες νερού με αποτέλεσμα να διογκώνεται και να φράσει οποιοδήποτε κενό υπάρχει.

Συνεπώς, η επαφή εξαλλοίωσης – σερπεντινίωσης στους οφιολιθικούς σχηματισμούς, παίζει σημαντικό ρόλο στην κυκλοφορία του υπόγειου νερού και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη υδροφόρων στρωμάτων μικρής βέβαια υδροδυναμικότητας που μπορούν να καλύψουν την ύδρευση μικρών Δημοτικών Διαμερισμάτων.

Λίγες ρηγματογενείς μικρές πηγές και σε επιλεγμένες θέσεις και ζώνες εκτελεσθείσες υδρογεωτρήσεις, μπορούν να δώσουν παροχές νερού της τάξης μέχρι και 50 m3/h.

Οι δεύτεροι σχηματισμοί των κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων που και αυτοί συνίστανται από μεγάλη γκάμα πετρωμάτων που περιγράφηκε στο κεφάλαιο της γεωλογίας, δεν παρουσιάζουν πρωτογενές πορώδες, όμως παρουσιάζουν δευτερογενές πορώδες που οφείλεται στην τεκτονική καταπόνηση του πετρώματος αλλά και στην εξαλλοίωση των πρώτων μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους και τούτο συναντήθηκε ακόμα και όταν καλύπτονται από τους υπερκείμενους χαλαρούς σχηματισμούς και ιζήματα του Τεταρτογενούς και Νεογενούς.

Εντοπίστηκαν πολλές περιοχές που απαρτίζονται από τα πετρώματα αυτά, όπου έχουν υποστεί μεγάλη τεκτονική καταπόνηση όπου ρήγματα και διακλάσεις διασχίζουν τη μάζα τους.

Σε πολύ εξαιρετικές και πολύ τοπικά, δημιουργούν συνθήκες ανεύρεσης πολύ λίγων υπόγειων νερών που εντοπίζονται στις ζώνες των ανοικτών ρωγμών και διακλάσεων.

Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι υπάρχουν και περιοχές όπου υδρολιθολογικά συμπεριφέρονται ως υδροπερατοί σχηματισμοί με ικανοποιητικό πορώδες και αναπτύσσουν ικανοποιητικές παροχές νερού στις υδρογεωτρήσεις που ανορύχθηκαν και φθάνουν και τα 100 m3/h.

Μια σημαντική σε έκταση περιοχή με τα πετρώματα αυτά είναι η περιοχή του Δασοχωρίου Γρβενών στη Δεσκάτη. Και εδώ δημιουργούν σημαντικής υδροδυναμικότητας υπόγεια νερά με ετήσια ανανεώσιμα αποθέματα της τάξης των 10,106 m

Ο υδροφόρος αυτός ο οποίος αξιοποιείται στην ύδρευση και άρδευση σημαντικών γεωργικών εκτάσεων ονομάζεται:

  • Υδροφόρος των διερυγμένων πετρωμάτων Δασοχωρίου Γρεβενών.

 

Αξιολόγηση των κύριων και των δευτερευόντων (κύριων) υπόγειων υδροφόρων συστημάτων.

 

Στις πεδινές περιοχές που απαρτίζονται κυρίως με Τεταρτογενή ιζήματα, η κατείσδυση είναι επίσης σημαντική παράμετρος και έχουμε την ανάπτυξη εκτεταμένων παραγωγικών υδροφόρων συστημάτων.

Θα περιγράψουμε λοιπόν και θα αναλύσουμε συνοπτικά τα κύρια υπόγεια υδροφόρα και τα κύρια δευτερεύοντα συστήματα, αρχίζοντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά του διαμερίσματος.

Καρστικά υποσυστήματα Τρικλαρίου όρους (0901a) και Πρεσπών Φλώρινας (0901b)

Στο δυτικό άκρο του διαμερίσματος οι Τριαδικο-ιουρασικοί ασβεστόλιθοι- μάρμαρα της Πελαγονικής-υποπελαγονικής ζώνης εμφανίζονται σε εκτεταμένες εκτάσεις στο όρος Τρικλάρι και εκείθεν των συνόρων στο όρος Galicica της FYROM και Αλβανίας και αναπτύσσουν πολύ παραγωγικούς και εκτεταμένους καρστικούς υδροφορείς και στα τρία διασυνοριακά κράτη.

Ο υδροφορέας δεν είναι ενιαίος και διαχωρίζεται από τον υπόγειο υδροκρίτη που ταυτίζεται με τον άξονα του αντικλίνου των υποκείμενων μη υδροπερατών Κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων ο οποίος διέρχεται μεταξύ Κρυσταλλοπηγής και Μικρής Πρέσπας και διεύθυνση βορά- νότου περίπου. Έτσι τα υπόγεια νερά οδηγούνται δυτικά και ανατολικά του υδροκρίτη.

Δυτικά προς τις καρστικές πηγές του Πόγραδετς Αλβανίας και Αγίου Ναούμ της FYROM και δημιουργούν τον καρστικό υδροφορέα Πρεσπών (0901b) επί Ελληνικού εδάφους και ανατολικά στις πηγές Γάβρου, Κορομηλιάς, Λεύκης, Ντόπλιτσας Καστοριάς και δημιουργούν τον καρστικό υδροφορέα του Τρικλαρίου (0901a).

Η έκταση των δύο καρστικών υδροφορέων ανέρχεται στα 107 και 114 Κm2 και η ετήσια ανατροφοδότησή τους στα 50×106 m3 και 60×106 m3 αντίστοιχα.

Οι παραπάνω υδροφορείς προς το παρόν δεν δέχονται πιέσεις είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά.

Ο 0901b υδροφορέας εκτείνεται σε μεγάλη έκταση και πέραν των Ελληνικών συνόρων (Αλβανία και FYROM) και τροφοδοτείται από την απευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων αλλά και τη διήθηση του νερού των δύο λιμνών Μεγάλης και Μικρής Πρέσπας. Ο υδροφορέας μπορεί να αξιοποιηθεί στην ύδρευση ολόκληρου του Δήμου Πρεσπών μέσου 2-3 υδρογεωτρήσεων.

Ο υδροφορέας 0901a μπορεί να αξιοποιηθεί μέσου υδρογεωτρήσεων στην ύδρευση των Δήμων Καστοριάς, Άργους Ορεστικού και άλλων Δ. Διαμερισμάτων και να τονίσουμε εδώ ότι η αξιοποίησή του πρέπει να γίνει αποκλειστικά και μόνο στην ύδρευση.

Ο τελευταίος υδροφορέας του Τρικλαρίου όρους είναι πολύ τρωτός στην ποιοτική επιβάρυνση γιατί τροφοδοτείται και από τη διήθηση των νερών του ποταμού Αλιάκμονα σε θέσεις διήθησης του υδροφόρου όπου το πάχος της ακόρεστης ζώνης είναι μικρό έως μηδενικό αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η περατότητά της να είναι πολύ υψηλή.

Προτείνεται η κατασκευή δύο τσιμέντινων φραγμάτων στο φαράγκι της Κορομηλιάς απ΄όπου διέρχεται ο Α΄κλάδος του ποταμού Αλιάκμονα, τόσο για τον εμπλουτισμό του υδροφορέα και των πηγών του, όσο και τη μεταφορά νερού για τον εμπλουτισμό της λίμνης Καστοριάς, με την προϋπόθεση της προστασίας των επιφανειακών νερών του Α΄κλάδου του ποταμού Αλιάκμονα. Προς τούτο όλα τα Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Κορεστείων Καστοριάς, επιβάλλεται να αποκτήσουν εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού των αστικών λυμάτων τους.

Κοκκώδες υποσύστημα Πρεσπών Φλώρινας (0901c)

Ο υδροφόρος αυτός συνίσταται από αλεπάλληλα υδροφόρα στρώματα των Τεταρτογενών ιζημάτων και η έκτασή του ανέρχεται στα 22 km2 , η δε ετήσια ανατροφοδότησή του στα 9*106m3 . Ο υδροφόρος χρησιμοποιείται μέσου 1-2 υδρογεωτρήσεων στην ύδρευση Δ. διαμερισμάτων του Δήμου Πρεσπών και δεν δέχεται πιέσεις. Εδώ η άρδευση των γεωργικών εκτάσεων με τα γνωστά φασόλια των Πρεσπών γίνεται από τα νερά της λίμνης Μικρής Πρέσπας.

Κοκκώδες υποσύστημα Καστοριάς (0902a)

Ο κοκκώδης υδροφόρος Καστοριάς που εκτείνεται πέριξ κυρίως της ομώνυμης λίμνης, αποτελείται από αλεπάλληλα υδροφόρα στρώματα, βρίσκεται μερικώς υπό πίεση και έχει έκταση 69 km2 .

Η ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου προέρχεται κυρίως από την απ’ ευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και ανέρχεται στα 20×106 m3.

Αξιοποιείται μέσου πολυάρθμων υδρογεωτρήσεων με παροχή της τάξης των 60-100 m3/h, στην άρδευση και ύδρευση.

Οι ετήσιες απολήψεις ανέρχονται σε ίσες περίπου ποσότητες της ετήσιας ανατροφοδότησης. Κατά τόπους παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις Mn, Fe, Ba πρωτογενούς προέλευσης και NO3 που οφείλονται στη γεωργική δραστηριότητα.

Επιπρόσθετες απολήψεις και διάνοιξη νέων υδρογεωτρήσεων δεν συνιστώνται εκτός μόνο εκείνων της ύδρευσης.

Στα κύρια υδατορέματα που διέρχονται από την έκταση του υδροφόρου, προτείνεται η κατασκευή αρκετών συρματόπλεκτων κιβωτίων για την κατακράτηση των λεπτόκοκκων αργιλικών υλικών που προσχώνουν την ομώνυμη λίμνη αφ’ ενός και αφ’ ετέρου για τον τεχνικό εμπλουτισμό του υδροφόρου.

Κοκκώδες υποσύστημα Μεσοποταμίας- Χιλιόδενδρου Καστοριάς (0902b)

Παρουσιάζει τα ίδια ακριβώς γεωλογικά, υδρολιθολογικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά με τον προηγούμενο με τη διαφορά ότι εδώ το πάχος, η περατότητα και κυρίως η παραγωγικότητα του υδροφόρου αυτού, είναι μεγέθη πολύ μικρότερα σε σχέση με τον προηγούμενο της Καστοριάς.

Αξιοποιείται με λίγες υδρογεωτρήσεις στην άρδευση και μερικώς στην ύδρευση. Η έκτασή του ανέρχεται στα 50 km2 και η ετήσια ανατροφοδότηση που προέρχεται κυρίως από την απ’ ευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και μερική διήθηση του ποταμού Αλιάκμονα, ανέρχεται στα 15×106m3 . Η παροχή των υδρογεωτρήσεων δεν ξεπερνά τα 30 m3/h και ο υδροφόρος προς το παρόν δεν δέχεται πιέσεις.

Κοκκώδες υποσύστημα Γρεβενών (0903a)

Οι Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις των ποταμοχειμμάριων-λιμναίων αποθέσεων καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις στις λεκάνες των Γρεβενών, Τρικοκκιάς και αλλού και δημιουργούν μεγάλης υδροδυναμικότητας υπόγειους προσχωματικούς υδροφόρους ορίζοντες με μεγάλη παραγωγικότητα οι οποίοι εκμεταλλεύονται μέσου υδρογεωτρήσεων στην ύδρευση και άρδευση. Ο υδροφόρος περικλείεται μεταξύ των περιοχών, Γρεβενά, Δοξαρά, Καλαμίτσι, Μυρσίνα, Μηλέα, Μικρό και Μεγάλο Σειρήνι Γρεβενών και καλύπτει έκταση από 57 Km2 με ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου σε 20×106 m3. Η παροχή των υδρογεωτρήσεων κυμαίνεται στα 60-100 m3/h.

Κατά τόπους ανιχνεύθηκαν Mn, Fe, Ba πρωτογενούς προέλευσης και NO3 λόγω γεωργικής δραστηριότητας.

Οι απολήψεις από τον υδροφόρο δεν ξεπερνούν τα 15×106 m3 ετήσια και μέχρι σήμερα υπάρχει ισορροπία. Συνιστάται η προστασία του υδροφόρου λόγω της σημαντικότητάς του στο Νομό ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο στην ύδρευση, διαφορετικά θα πρέπει να γίνει τεχνικός εμπλουτισμός με κατασκευές χωμάτινων μικροφραγμάτων ή συρματόπλεκτων κιβωτίων σε επιλεγμένες θέσεις υδατορεμάτων που διέρχονται από την έκταση του υδροφόρου.

Κοκκώδες υποσύστημα Καλονερίου- Νεάπολης Κοζάνης (0903b)

Βρίσκεται Δυτικά της Κοζάνης και περικλείεται από τα Δ.Δ. Μικροκάστρου, Εράτυρας, Πελεκάνου, Αλιάκμονα και αναπτύσσεται στις Τεταρτογενείς αποθέσεις. Η έκταση του υδροφόρου ανέρχεται στα 32 km2 περίπου και τα ετήσια ανανεώσιμα αποθέματα ανέρχονται στα 13×106 m3 . Προς το παρόν ο υδροφόρος βρίσκεται σε ισορροπία και η παραγωγικότητα των υδρογεωτρήσεων κυμαίνεται στα 20-80 m3/h και αξιοποιούνται κυρίως στην άρδευση και μερικώς στην ύδρευση. Κατά τα τόπους παρατηρείται αυξημένη παρουσία Mn, Fe και Ba πρωτογενούς προέλευσης.

Κοκκώδες υποσύστημα Πυλωρείου Κοζάνης (0903c)

Η έκταση του υδροφόρου ανέρχεται στα 5,5 km2 περίπου και τα ετήσια ανανεώσιμα αποθέματα ανέρχονται περίπου στα 2×106 m3 .Προς το παρόν ο υδροφόρος βρίσκεται σε  ισορροπία και η ποιοτική του κατάσταση θεωρείται καλή χωρίς επιβαρυντικά στοιχεία. Ο υδροφόρος αξιοποιείται μέσου γεωτρήσεων κυρίως στην άρδευση και στην ύδρευση του Δήμου Τσοτυλίου και του ομώνυμου Δ. Διαμερίσματος. Προτείνεται η κατασκευή 1-2 μικρών χωμάτινων φραγμάτων στο κύριο υδατόρεμα που διέρχεται από την έκταση του υδροφόρου για τον εμπλουτισμό του και μόνον τότε να επιτραπεί η διάνοιξη νέων υδρογεωτρήσεων.

Κοκκώδες σύστημα Φλώρινας (0904)

Αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή της πεδιάδας της Φλώρινας στις αποθέσεις Τεταρτογενούς ηλικίας και αποτελεί το βόρειο τμήμα της μεγάλης τεκτονικής τάφρου, η οποία αρχίζει νότια από τα Σέρβια, Κοζάνη, Πτολεμαίδα, και εκτείνεται και στη γειτονική FYROM.

Στον υδροφόρο κατά τόπους ενυπάρχει και κοίτασμα φυσικού αερίου CO2. Η στάθμη του υδροφόρου της Φλώρινας βρίσκεται λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και ποσοτικά – μέχρι σήμερα – δεν παρουσιάζει την φθίνουσα πορεία των άλλων υδροφόρων της μείζονος λεκάνης Πτολεμαίδας και Αμυνταίου και βρίσκεται σε ισορροπία γιατί δεν υπεραντλείται.

Η ετήσια φυσική ανατροφοδότηση του υδροφόρου που προέρχεται τόσο από την απ΄ευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, όσο και από τη διήθηση των νερών των υδατορεμάτων, ανέρχεται στα 90×106 m περίπου.

Η έκτασή του ανέρχεται στα 230 km2 .

Γενικά ο υδροφόρος παρουσιάζει προβλήματα ποιοτικής κατάστασης λόγω κυρίως της πρωτογενούς επιβάρυνσης του νερού του υδροφόρου από την υδροχημική του δράση με τα συστατικά των πετρωμάτων. Παρατηρήθηκαν, αυξημένες, πάνω από τα όρια ποσιμότητας, συγκεντρώσεις Mn, Fe, Ni καθώς και η παρουσία Ba και Al πρωτογενούς προέλευσης. Τα νερά του υδροφόρου που εκμεταλλεύονται μέσου υδρογεωτρήσεων, αξιοποιούνται στην ύδρευση, άρδευση και βιομηχανική χρήση και οι παροχές των υδρογεωτρήσεων κυμαίνονται στα 50-150 m3/h. Προς το παρόν ο υδροφόρος δεν παρουσιάζει ποσοτικά προβλήματα.

Κοκκώδες σύστημα Αμυνταίου Φλώρινας (0905).

Το υδροφόρο σύστημα Αμυνταίου αναπτύσσεται στις Τεταρτογενείς αποθέσεις όπως και ο προηγούμενος της Φλώρινας και τοποθετείται ανάμεσα στις οροσειρές του Βερμίου και Ασκίου.

Η περιοχή έχει πλούσια επιφανειακά νερά καθώς αριθμεί 4 λίμνες, τη Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη, Πετρών και Βεγορίτιδα.

Η έκτασή του ανέρχεται στα 98 km2 και η φυσική ανατροφοδότηση του υδροφόρου προέρχεται τόσο από την απ΄ευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, όσο και από τη διήθηση των νερών των υδατορεμάτων και ανέρχεται περίπου στα 35*106m3 .

Εδώ αναπτύσσεται και το ορυχείο εξόρυξης λιγνίτη της ΔΕΗ Αμυνταίου.

Με την αξιολόγηση της πιεζομετρική κατάστασης της υδροφορίας στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι σε μια ακτίνα 300 περίπου μέτρων από το ορυχείο του Αμυνταίου στα δυτικά και βορειοδυτικά αυτού –παρατηρείται πτώση στάθμης της τάξης των 35m , ενώ πλησίον του ορυχείου αυτή υπερδιπλασιάζεται.

Το αποτέλεσμα είναι, αφενός η δραστική μείωση των υδροαποθεμάτων του υδροφόρου για τις εγγύς του λιγνιτορυχείου περιοχές, με άμεσες επιπτώσεις επί των διαθεσίμων προς άρδευση ποσοτήτων νερού και αφετέρου η μεταβολή της γεωστατικής κατάστασης των χαλαρών Τεταρτογενών αποθέσεων.

Ο υδροφόρος Αμυνταίου παρουσιάζει μια φθίνουσα τάση (υπεράντληση) και τα νερά του αξιοποιούνται τόσο στη γεωργία και την ύδρευση όσο και στη βιομηχανική χρήση (ΔΕΗ).

Οι παροχές των υδρογεωτρήσεων κυμαίνονται στα 50-150m3/h και δεν πρέπει να επιτρέπεται η διάνοιξη νέων υδρογεωτρήσεων. Κατά τα τόπους παρατηρείται αυξημένη παρουσία Mn, Fe και Ba πρωτογενούς προέλευσης.

Κοκκώδες υποσύστημα Πτολεμαϊδας (0906a)

Από τους πιο παραγωγικούς κοκκώδεις υδροφόρους της τεκτονικής λεκάνης Πτολεμαϊδας ο οποίος το ίδιο όπως και οι προηγούμενοι αναπτύσσεται στις Τεταρτογενείς αποθέσεις και περικλείεται από τα Δ. Δ. Πτολεμαίδας, Κρυόβρυσης, Περδίκα, Φιλώτα, Βεγόρα, Αντίγονου, Κομνηνών, Αγίου Χριστοφόρου, Μαυροπηγής και Ασβεστόπετρας.

Στην λεκάνη Πτολεμαίδας βρίσκεται εγκατεστημένος ο θερμοηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ του ΑΗΣ Πτολεμαίδας.

Η έκταση του υδροφόρου ανέρχεται στα 163 km2 και η ετήσια ανατροφοδότηση στα 65×106 m3 .

Οι παροχές των υδρογεωτρήσεων κυμαίνονται στα 60-150 Από τον υδροφόρο αντλούνται για ύδρευση, άρδευση και βιομηχανική χρήση σημαντικές ποσότητες νερού που όμως δεν υπερβαίνουν προς το παρόν την ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου ο οποίος και βρίσκεται σε ισορροπία.

Η παραγωγικότητα των υδρογεωτρήσεων κυμαίνεται στα 50-150 m3/h και η διάνοιξη νέων υδρογεωτρήσεων πρέπει να επιτρέπεται με μεγάλη φειδώ.

Κατά τόπους ανιχνεύεται η παρουσία NO3 μέχρι 120mg/l που προέρχεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως και αυξημένες συγκεντρώσεις Fe.

Κοκκώδες υποσύστημα Σαρι-γκιόλ ή νότιου πεδίου Κοζάνης (0906b)

Η λεκάνη Σαριγκιόλ όπως και ο υδροφόρος της αποτελεί μέρος της μεγάλης τεκτονικής τάφρου, η οποία αρχίζει νότια από τα Σέρβια, Κοζάνη, Πτολεμαίδα, Φλώρινα και καταλήγει βόρεια εκτός Ελληνικής επικράτειας, στο Μοναστήρι της ΦΥΡΟΜ.

Ο ομώνυμος υδροφόρος αναπτύσσεται κυρίως στα Τεταρτογενή ιζήματα και έχει έκταση 60 km2.

Η τροφοδοσία του ομώνυμου υδροφόρου συντελείται α)με την απευθείας κατείσδυση στην έκταση του υδροφόρου, β) από την διήθηση του υδατορέματος Σουλού που διασχίζει τον υδροφόρο και καθόλη την διάρκεια του έτους διοχετεύονται σημαντικές ποσότητες λυμάτων από τους ΑΗΣ της ΔΕΗ και γ) από την πλευρική διήθηση του υψηλότερου καρστικού υδροφορέα.

Η ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου ανέρχεται περίπου στα 25×106 m3 και ο υδροφόρος υπεραντλείται και τα νερά του αξιοποιούνται τόσο στη γεωργία, ύδρευση όσο και στη βιομηχανική χρήση (ΔΕΗ).

Παρατηρώντας την πιεζομετρική κατάσταση του υδροφόρου, διαπιστώθηκε ότι σε μεγάλη ακτίνα από το ορυχείο παρατηρείται πτώση στάθμης της τάξης πλέον των 50m, ενώ πλησίον του ορυχείου αυτή υπερδιπλασιάζεται.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, αφενός την δραστική μείωση των υδροαποθεμάτων του υδροφόρου για τις εγγύς του λιγνιτορυχείου περιοχές, με άμεσες επιπτώσεις επί των διαθεσίμων προς άρδευση ποσοτήτων νερού και αφετέρου την μεταβολή της γεωστατικής κατάστασης των χαλαρών Τεταρτογενών αποθέσεων.

Κατά τα τόπους ανιχνεύεται η παρουσία NO3 μέχρι 120 mg/l και αυξημένες συγκεντρώσεις ως προς τον Fe.

Γενικά ο υδροφόρος Σαριγκιόλ παρουσιάζει μια φθίνουσα τάση με αναμενόμενη τη μελλοντική καταστροφή του. Οι παροχές των υδρογεωτρήσεων κυμαίνονται στα 50-150 m3/h και είναι ευνόητη πλέον η απαγόρευση διάνοιξης νέων υδρογεωτρήσεων.

Καρστικό υποσύστημα Νότιο-Δυτικού Βερμίου –Ασκίου όρους Κοζάνης (0907a)

Οι Τριαδικο-ιουρασικής ηλικίας ασβεστόλιθοι και μάρμαρα της πελαγονικής ζώνης εμφανίζονται εντονότατα αποκαρστωμένοι και δημιουργούν πάρα πολύ παραγωγικούς υδροφορείς με έκταση που ανέρχεται στα 840 Km2.

Στα καρστικά έγκοιλα αποθηκεύονται σημαντικότατα υπόγεια αποθέματα νερού με στάθμη νερού στο υψόμετρο +290.

Το σύστημα εκφορτίζεται μέσου των -πολύ μεγάλης παροχής- καρστικών πηγών Νεράϊδας Κοζάνης που σήμερα έχουν καλυφθεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.

Το κάρστ στην περιοχή Σερβίων-Κοζάνης καλύπτεται σε ένα μέρος του από τα Τεταρτογενή και Νεογενή ιζήματα όπου και εδώ παρουσιάζεται ενεργό.

Η ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου ανέρχεται σε 360×106 m3 περίπου και οι απολήψεις νερού από τον υδροφορέα είναι μικρές σε σχέση με τη δυναμικότητά του και δεν υπερβαίνουν τα 15×106 m3 ετήσια.

Αναμένεται αύξηση των απολήψεων με τη λειτουργία των υδρευτικών υδρογεωτρήσεων του Δήμου Κοζάνης. Ο υδροφορέας δεν δέχεται πιέσεις. Στα νερά του υδροφορέα δεν ανιχνεύθηκαν επιβαρυντικά στοιχεία, εκτός μόνον κατά τόπους και σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις εκεί όπου υπάρχουν σταυλικές εγκαταστάσεις και οι ρύποι εισέρχονται ταχύτατα στον υδροφόρο λόγω της πολύ υψηλής περατότητας της ακόρεστης ζώνης του υδροφορέα.

Στις περιπτώσεις αυτές ανιχνεύθηκαν ΝΗ4 και ΝΟ2 πέραν των ορίων ποσιμότητας. Τα νερά του υδροφόρου χρησιμοποιούνται στην ύδρευση του Δήμου Κοζάνης και άλλων Δ.Δ. του νομού, καθώς και στην άρδευση.

Καρστικό υποσύστημα Βόρειο-δυτικού Βερμίου όρους (Βόδα-Εδεσαίου) (0908a)

Οι παραπάνω Τριαδικο-ιουρασικής ηλικίας ασβεστόλιθοι και μάρμαρα της πελαγονικής ζώνης, εμφανίζονται και στο Βόρειο-δυτικό Βέρμιο όρος όπως και στο όρος Βόρρα με έκταση 530 Km2 και έντονη αποκάρστωση και δημιουργούν πάρα πολύ παραγωγικούς υδροφορείς.

Η στάθμη νερού του υδροφορέα κυμαίνεται στο υψόμετρο +510 και το σύστημα εκφορτίζεται μέσου των -πολύ μεγάλης παροχής- καρστικών πηγών Βόδα ή Εδεσαίου Πέλλας.

Ο υδροφορέας εκτός της επιφανειακής εμφάνισής του, συνεχίζεται σε μεγάλη έκταση και κάτω από τα χαλαρά ιζήματα της λεκάνης Πτολεμαϊδας όπου και βρίσκεται υπό πίεση και το κάρστ είναι και εδώ το ίδιο ενεργό.

Στον χάρτη έχει προσδιοριστεί το στερεό υπόβαθρο κάτω από τα χαλαρά ιζήματα της τεκτονικής λεκάνης Πτολεμαϊδας.

Ο υδροφορέας αποτελεί ενιαία υδρογεωλογική ενότητα με τον υδροφορέα των Κρητιδικών ασβεστόλιθων της Πελαγονικής ζώνης που βρίσκεται σε επαφή με τους Τριαδικο-ιουρασικούς ασβεστόλιθους.

Η τρωτότητα του υδροφόρου είναι υψηλή. Να σημειώσουμε ότι λίμνη Βεγορίτιδα διηθεί σημαντικές ποσότητες νερού στον υδροφορέα που εξαρτώνται από τη στάθμη της λίμνης. Αυξάνονται συναρτήσει του υψομέτρου της και στο σημερινό υψόμετρο υπερβαίνουν τα 40×106 m3 ετήσια, τροφοδοτείται επίσης από την απ΄ευθείας κατείσδυση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων με τον συντελεστή κατείσδυσης να φθάνει το 60% των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων.

Υφίσταται μεγάλες πιέσεις αφού ένας πολύ μεγάλος αριθμός αρδευτικών υδρογεωτρήσεων έχει διανοιχθεί και οι απολήψεις υπερβαίνουν τα 200×106 m3 ετήσια με αποτέλεσμα να έχει σημειωθεί πτώση της στάθμης της τάξης πλέον των 15 μέτρων σε σχέση με το 1982.

Στα νερά του υδροφορέα ανιχνεύθηκαν επιβαρυντικά στοιχεία που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα.

Ο υδροφόρος χρησιμοποιείται εντατικά στην άρδευση και δευτερευόντως στην ύδρευση και βιομηχανική χρήση (ΔΕΗ) και προτείνεται η απαγόρευση διάνοιξης νέων υδρογεωτρήσεων.

Προτείνεται επίσης ο τεχνικός εμπλουτισμός του υδροφορέα στο βόρειο μέρος του στην περιοχή Μελίτης φλώρινας. Στην περιοχή αυτή διανοίχθηκαν οι υδρογεωτρήσεις υδροδότησης της ΔΕΗ (ΑΗΣ Μελίτης), οι οποίες σχεδιάστηκαν να λειτουργήσουν μέχρι την αποπεράτωση του φράγματος του Σκοπού από τα νερά του οποίου και θα υδροδοτηθεί τελικά.

Τα πλεονάζοντα νερά του φράγματος επιβάλλεται να οδηγηθούν στις παραπάνω υδρογεωτρήσεις για τον εμπλουτισμό του υδροφορέα.

Ρωγματικό σύστημα Δασοχωρίου Γρεβενών (0917)

Οι Κρυσταλλοσχιστώδεις σχηματισμοί των σχιστογνευσίων έκτασης 33,5 Km2 στην περιοχή Δασοχωρίου-Δεσκάτης Γρεβενών, εμφανίζονται σχιστοποιημένοι και τεκτονισμένοι με ανοικτές διαρήξεις και διακλάσεις με αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικού δευτερογενούς πορώδους όπου και αποθηκεύονται σημαντικά αποθέματα υπόγειου νερού.

Οι υδρογεωτρήσεις που διανοίχθηκαν στον υδροφόρο παρουσιάζουν σημαντικές παροχές της τάξης των 40-80 m3/h και η ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου ανέρχεται στο 10×106 m3 περίπου.

Ο υδροφόρος δέχεται σημαντικές πιέσεις που αφορούν την ποσοτική πλευρά και οι απολήψεις που γίνονται μέσου των πολυάριθμων αρδευτικών υδρογεωτρήσεων ανέρχονται σε πάνω από 5×106/ετήσια περίπου.

Κατά τόπους ανιχνεύθηκαν SO4 πάνω από τα όρια ποσιμότητας (τιμές μέχρι και 395mg/l) πρωτογενούς προέλευσης.

Ο υδροφόρος χρήζει ιδιαίτερης –ποσοτικά– προστασίας όσο αφορά στη διάνοιξη νέων υδρογεωτρήσεων και τούτο γιατί η υδροαποθηκευτικότητα των πετρωμάτων είναι σχετικά μικρή και αναμένεται – μελλοντικά – η βαθμιαία στείρευσή του εφ’ όσον διανοιχθούν νέες υδρογεωτρήσεις.

Κοκκώδες σύστημα Τρικοκκιάς Γρεβενών (0918)

Οι Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις των ποταμοχειμμάριων-λιμναίων αποθέσεων έκτασης 11,5 Km2 στη Τρικοκκιά Γρεβενών αναπτύσσουν υπόγειους προσχωματικούς υδροφόρους με καλή παραγωγικότητα οι οποίοι εκμεταλλεύονται μέσου υδρογεωτρήσεων στην ύδρευση και άρδευση.

Στον υδροφόρο ανορύχθηκαν πολλές αρδευτικές υδρογεωτρήσεις και ο υδροφόρος παρουσιάζει μια αρχόμενη φθίνουσα πορεία.

Η παροχή των υδρογεωτρήσεων κυμαίνεται στα 50-100 m3 /ώρα και η ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου ανέρχεται σε 5×106 m3 .

Στα νερά του υδροφόρου ανιχνεύθηκαν κατά τόπους, αυξημένες, πάνω από τα όρια ποσιμότητας συγκεντρώσεις NO3 που οφείλονται στη γεωργική δραστηριότητα.

Ο υδροφόρος δέχεται σημαντικές πιέσεις λόγω των πολυάριθμων αρδευτικών υδρογεωτρήσεων που έχουν διανοιχθεί.

Oι απολήψεις από τον υδροφόρο ανέρχονται στα 5,5*106m3/h ετήσια και προς τούτο προγραμματίστηκε και πρέπει να αποπερατωθεί η κατασκευή φράγματος κυρίως για τον τεχνικό εμπλουτισμό του υδροφόρου.

Κοκκώδες σύστημα Αετιάς Γρεβενών (0921)

Αναπτύσσεται στις πρόσφατες προσχώσεις και ποτάμιες αποθέσεις έκτασης 0,8 Km2 και πάχους μέχρι 20 μέτρων στη λεκάνη Αετιάς Γρεβενών και τα νερά του χρησιμοποιούνται στην ύδρευση του Δήμου Γρεβενών και πολλών Δημοτικών Διαμερισμάτων των Γρεβενών.

Τα ετήσια ανανεώσιμα αποθέματα του φρεάτιου υδροφόρου με τη μεγάλη διήθηση του ποταμού Σμιξιώτικου, ανέρχονται σε πάνω από 1,5*106m3 και οι απολήψεις ανέρχονται πάνω από την ετήσια ανατροφοδότηση του υδροφόρου.

Απαραίτητη είναι η προστασία του υδροφόρου, διότι παρουσιάζει μεγάλη τρωτότητα λόγω της μηδενικής σε πάχος ακόρεστης ζώνης και της μεγάλης περατότητας και επιβάλλεται η αποπεράτωση του ημιτελούς έργου του τεχνικού εμπλουτισμού με τις ζώνες κατάκλυσης και διήθησης των νερών του ποταμού Σμιξιώτικου, όπως σχε διάστηκε από το ΙΓΜΕ.

Καρστικό σύστημα ορέων Κορησού Καστοριάς (0922)

Η περιοχή των ορέων Κορησού Καστοριάς αποτελείται από τους Τριαδικο-Ιουρασικής ηλικίας ασβεστόλιθους και μάρμαρα που έχουν υποστεί έντονη αποκάρστωση στο εσωτερικό της μάζας τους και αποθηκεύουν υπόγεια νερά τα οποία εκφορτίζονται στις καρστικές πηγές Κορησού, Μηλίτσας, Κωσταραζίου και Σαντόβου (Γέρμας) Καστοριάς.

Η έκταση ανέρχεται στα 60 Km2.

Η φυσική ανατροφοδότηση του καρστικού υδροφορέα ανέρχεται σε 25×106 m3 περίπου ετησίως και δέχεται αμελητέες πιέσεις που δεν ξεπερνούν τα 1×106 m3 ετήσια.

Η ποιοτική κατάσταση των νερών του υδροφορέα είναι ικανοποιητική και δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα επιβάρυνσης αφού στην έκτασή του δεν υπάρχουν εστίες ρύπανσης, ούτε επίσης ανθρώπινες δραστηριότητες.

Τα νερά του υδροφορέα χρησιμοποιούνται κυρίως και μόνο στις πηγές εκφόρτισής του, δηλαδή στις πηγές Κορησού, Μηλίτσας, Κωσταραζίου και Σαντόβου (Γέρμας) Καστοριάς, τόσο στην ύδρευση όσο και στην άρδευση. Δεν συνιστάται καμιά παρέμβαση ή αναρύθμιση των πηγών και πρέπει να παραμείνουν ως έχουν.

Κοκκώδες σύστημα Γαλάτειας-Εμπορίου Κοζάνης (0923)

Και ο υδροφόρος αυτός τοποθετείται στην ίδια τεκτονική λεκάνη Κοζάνης – Πτολεμαϊδας στην περιοχή Γαλάτειας- Εμπορίου Κοζάνης και αναπτύσσεται επίσης στις Τεταρτογενείς αποθέσεις έκτασης 35 km2 περίπου.

Η ετήσια ανατροφοδότησή του ανέρχεται στα 15×106 m3 και προς το παρόν ο υδροφόρος βρίσκεται σε ισορροπία. Κατά τα τόπους παρατηρείται αυξημένη παρουσία Mn, Fe και Ba πρωτογενούς προέλευσης και ο υδροφόρος αξιοποιείται μέσου γεωτρήσεων κυρίως στην άρδευση.

Η παραγωγικότητα των υδρογεωτρήσεων κυμαίνεται στα 50-120 m3/h και πρέπει να ωριμάζει η ιδέα πλέον της απαγόρευσης διάνοιξης νέων υδρογεωτρήσεων.