Γεωμορφολογικά – γεωλογικά χαρακτηριστικά

1.2. Γεωμορφολογικά – γεωλογικά χαρακτηριστικά

Το έντονο ανάγλυφο που εμφανίζεται κατά μήκος μιας σχεδόν κεντρικής ζώνης με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ διαιρεί την Περιφέρεια σε δύο τμήματα:

Το ανατολικό τμήμα, που χαρακτηρίζεται ως πεδινό από πλευράς ανάγλυφου, και το σχετικά ορεινό δυτικό τμήμα. Το ανατολικό τμήμα περιέχει τους πλούσιους υδροφορείς, τα αποδοτικότερα εδάφη, αλλά και τα λιγνιτοφόρα πεδία.

Η περιοχή περιλαμβάνει κατά βάση πεδινές και ημιορεινές εκτάσεις πέριξ των λιμνών ενδιαφέροντος. Γεωτεκτονικά η όλη η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας ανήκει στην Πελαγονική Ζώνη, η οποία καλύπτει το μισό περίπου τμήμα της, και στη Ζώνη της Πίνδου.

Η Πελαγονική Ζώνη ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα ζωνών που ονομάζονται «Εσωτερικές Ελληνίδες» και η Ζώνη της Πίνδου στην ομάδα ζωνών γνωστές ως «Εξωτερικές Ελληνίδες».

Στην περιοχή αναπτύσσονται εκτεταμένες εκτάσεις με σχηματισμούς του νεογενούς – τεταρτογενούς της μεσοελληνικής Αύλακας.

Οι σχηματισμοί της ζώνης αυτής αποτέθηκαν μετά την τελική πτύχωση των αλπικών σχηματισμών που είχε ως αποτέλεσμα το σχηματισμό των Ελληνίδων οροσειρών και γι αυτό χαρακτηρίζονται ως μεταλπικοί σχηματισμοί.

Οι σχηματισμοί αυτοί αποτελούνται κυρίως από κλαστικά ιζήματα, θαλάσσιας, λιμναίας ή χερσαίας φάσης και βρίσκονται πάντα ασύμφωνα πάνω στους υποκείμενους σχηματισμούς.

Η απόθεση των σχηματισμών έγινε κυρίως σε τεκτονικές τάφρους που δημιουργήθηκαν από τον ρηξιγενή τεκτονισμό των Αλπικών οροσειρών και το συνολικό πάχος τους υπερβαίνει κατά θέσεις τα 5.000 m.

Η Μεσοελληνική αύλακα εκτείνεται σε μια ζώνη πλάτους έως 40 χλμ. από την Καστοριά έως την περιοχή των Τρικάλων – Καρδίτσας, με μήκος που ξεπερνά τα 130 χλμ. και γενική διεύθυνση ΒΔ – ΝΑ, ενώ βόρεια συνεχίζει στην Αλβανία μέχρι την Αδριατική θάλασσα.(ΥΠΕΚΑ, 2015)

Οι γεωλογικοί σχηματισμοί που δομούν το υδατικό διαμέρισμα μπορούν να διακριθούν σε δύο ενότητες:

  • Ενότητα μεταλπικών ιζημάτων που χωρίζονται: στα Τεταρτογενή, στα Νεογενή και στα ιζήματα της μεσοελληνικής Αύλακας.
  • Ενότητα αλπικών σχηματισμών.

Οι χαλαρές πρόσφατες αποθέσεις (Τεταρτογενή) απαντώνται στις κοιλάδες των ποταμών και των χειμάρρων καθώς και στα πεδινά ή παραλίμνια τμήματα των κλειστών λεκανών Καστοριάς, Κοζάνης, Πτολεμαΐδας και Φλώρινας.

Οι αποθέσεις του Τεταρτογενούς καλύπτουν σε μεγάλη έκταση τους υποκείμενους νεογενείς σχηματισμούς και αποτελούνται από αργίλους, πηλούς, αργιλοάμμους, άμμους, χαλίκια, λατυποπαγή, τραβερτίνες.

Στις λιμναίες ή ποταμοχειμμάριες αυτές αποθέσεις εντάσσονται επίσης κορήματα.

Ποτάμιες αναβαθμίδες παρουσιάζουν σημαντικό πάχος στις λεκάνες Φλώρινας και Πτολεμαΐδας.

Τα Νεογενή αποτελούνται από κροκαλοπαγή, μάργες, αργίλους, ψαμμίτες και λιγνιτικά κοιτάσματα που πληρούν κύρια τα τεκτονικά βυθίσματα της Δ. Μακεδονίας στις λεκάνες Φλώρινας – Πτολεμαΐδας – Κοζάνης και Καστοριάς και είναι λιμναίας ή ποταμοχειμμάριας προέλευσης (ΥΠΕΚΑ, 2014).

Εντυπωσιακοί γεωλογικοί σχηματισμοί είναι τα Μπουχάρια και τα Νοχτάρια στην περιοχή του Μικρόβαλτου Κοζάνης. Ο συνδυασμός των δύο γεωμορφών δημιουργεί ένα μοναδικό και ιδιόμορφο «δάσος», που έχει προέλθει από τη διάβρωση του εδάφους σε διάστημα δεκάδων χιλιάδων χρόνων.

Στην περιοχή έχουν πραγματοποιηθεί έργα για την διευκόλυνση πρόσβασης επισκεπτών και την ανάδειξη του σπάνιου αυτού φαινόμενου. Στις πλευρές των φαραγγιών των Σερβίων βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Δεσπότης.

Μια μορφή που φτιάχτηκε από τη διάβρωση των πετρωμάτων με τη βοήθεια του ρέοντος νερού. Σε γειτονικές περιοχές βρίσκονται η Αρκούδα, ο Αετός και άλλα «γλυπτά», δημιουργήματα της φύσης και της ανθρώπινης φαντασίας.

Στην περιοχή της Καστοριάς και ειδικότερα στις περιοχές όπου οι όχθες της λίμνης συναντούν τα βραχόβουνα σχηματίζεται η σπηλιά του Δράκου, που ανακαλύφθηκε μόλις το 1940.

Πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει τη μορφή στόματος δράκου και απέχει 15 μέτρα από τον παραλίμνιο δρόμο.

1.3. Εδαφικοί Πόροι

Τα εδάφη της περιοχής και κυρίως στην ζώνη Αμυνταίου υφίστανται σημαντικές επιβαρύνσεις εξαιτίας της υφισταμένης δέσμευσης μεγάλης έκτασης γης για τα ορυχεία της ΔΕΗ Α.Ε. και της συναπόθεσης στείρων και τέφρας.

Παράλληλα, ειδικά στην περιοχή της Καστοριάς και των λιμνών Αμυνταίου, τα εδάφη δέχονται έντονες πιέσεις από τη χρήση αγροχημικών (λιπάσματακαι φυτοφάρμακα) ως απόρροια της εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής.

Τα οικιακά απόβλητα και άλλα υλικά τα οποία αποδομούνται πολύ αργά ή καθόλου, καθώς και τα βιομηχανικά απόβλητα σε αστικές ή υπαίθριες περιοχές προκαλούν επίσης ρύπανση των εδαφών, υποβαθμίζοντας την αισθητική του περιβάλλοντος γενικότερα (ΠΕΣΔΑ, 2016).

1.4. Σεισμικότητα

Ο Νέος Χάρτης Σεισμικής Επικινδυνότητας της Ελλάδας τέθηκε σε εφαρμογή το 2004 και κατανέμει τον ελλαδικό χώρο σε τρεις ζώνες, με ενιαία τιμή σεισμικής επιτάχυνσης g σε κάθε Δήμο.

Η πρώτη ζώνη, στην οποία ανήκει η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, έχει τιμή ενεργού εδαφικής επιτάχυνσης σχεδιασμού 0,16 g (όπου g η επιτάχυνση της βαρύτητας). Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας σύμφωνα με τα διαθέσιμα σεισμολογικά στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών χαρακτηρίστηκε από τους σεισμολόγους ως ασεισμική ή πολύ χαμηλής σεισμικότητας και κατατάχθηκε στο νέο αντισεισμικό κανονισμό στη ζώνη χαμηλότερης σεισμικότητας.

Ωστόσο στη Δυτική Μακεδονία η γεωλογική έρευνα και η νεοτεκτονική χαρτογράφηση, έδειξε την ύπαρξη πολλών και σημαντικών γεωλογικών ρηγμάτων με πρόσφατη γεωλογική δράση, που μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πιθανά ενεργά ή ενεργά, δηλαδή ικανά να δώσουν σεισμούς μεγέθους της τάξης των 6 έως 7 Ρίχτερ, με σημαντικότερο το ρήγμα Σερβίων.

Παρόλα αυτά, η σεισμολογική αναφορά της ΔΕΗ Α.Ε. για το φράγμα του Ιλαρίωνα, προσδιόρισε αναμενόμενο μέγεθος σεισμού για την περιοχή τα 6,6 Ρίχτερ, που μπορεί πιθανά να συμβεί σε χρονικό διάστημα 80 ετών.

1.5. Ορυκτός Πλούτος

Οι περιοχές των λιμνών Αμυνταίου και δευτερευόντως των τεχνητών λιμνών Αλιάκμονα σχετίζονται με την τεκτονική τάφρο της Δυτικής Μακεδονίας όπου εντοπίζονται τα μεγαλύτερα λιγνιτικά αποθέματα της Χώρας, η αξιοποίηση των οποίων συμβάλει καθοριστικά στην εθνική παραγωγή ηλεκτρισμού.

Η λιγνιτοφόρα λεκάνη Φλώρινας – Αμυνταίου – Πτολεμαΐδας – Κοζάνης – Σερβίων – Ελασσόνας αποτελεί τμήμα της μεγάλης τεκτονικής τάφρου μήκους >120 χλμ., που εκτείνεται από το Μοναστήρι (πΓΔΜ) μέχρι την Ελασσόνα, νότια του Αλιάκμονα.

Στη λεκάνη της Φλώρινας κυριαρχεί ο ξυλιτικός λιγνίτης. Τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 270 εκ. τόνους. Η εκμετάλλευση γίνεται από λιγνιτωρυχεία στις περιοχές της Βεύης και της Αχλάδας που τροφοδοτούν τους ΑΗΣ Πτολεμαΐδας και Αμυνταίου της ΔΕΗ Α.Ε..

Στα ανατολικά περιθώρια της λεκάνης Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου υπάρχουν τρία ξυλιτικά κοιτάσματα: των Κομνηνών, του Ανατολικού – Καρυοχωρίου και της Βεγόρας. Το κοίτασμα Κομνηνών έχει βέβαια αποθέματα 264 εκ. τόνων, το κοίτασμα Ανατολικού – Καρυοχωρίου διαθέτει βέβαια αποθέματα 205 εκ. τόνων ενώ το κοίτασμα της Βεγόρας έχει αποθέματα που ανέρχονται σε 40 εκ. τόνους.

Ο λιγνίτης της μεσαίας σειράς εμφανίζεται κυρίως στη λεκάνη Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου. Πρόκειται για στιβάδες, που αποτελούνται από εναλλαγές στρωμάτων μικρού πάχους λιγνίτη με αργίλους και μάργες.

Παρόμοια ποιοτικά χαρακτηριστικά διαθέτει και ο λιγνίτης Αναργύρων – Αμυνταίου με ελαφρά μικρότερη θερμαντική ικανότητα.

Τα συνολικά αποθέματα ανέρχονται σε 3.100 εκ. τόνους, από τα οποία το 60% περίπου είναι εκμεταλλεύσιμα.

Τα Τεταρτογενή οργανικά ιζήματα αφορούν σε μικρά κοιτάσματα τυρφοειδούς λιγνίτη. Βρέθηκαν στις περιοχές της Άρδασσας, καθώς και ΒΑ της λίμνης Χειμαδίτιδας. Πρόκειται για αποθέσεις μικρού πάχους, αλλά σημαντικής οριζόντιας εξάπλωσης με πολλά ενδιάμεσα στείρα υλικά.

Τα αποθέματα δεν υπερβαίνουν τους 100 εκ. τόνους. Επίσης Ολοκαινικές αποθέσεις τύρφης υπήρχαν μέχρι πρόσφατα σε αρκετές περιοχές της λεκάνης Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου.

Για παράδειγμα, ΒΑ της λίμνης Χειμαδίτιδας εκτεινόταν τυρφώνας σε έκταση 25 km2 περίπου. Λόγω της αποξήρανσης του τυρφώνα και της εντατικής καλλιέργειας του εδάφους, η τύρφη οξειδώθηκε και ανεφλέγη (αυτανάφλεξη), με αποτέλεσμα όλο το κοίτασμα να έχει χαθεί. Εντός του υδατικού διαμερίζματος, πέρα από τον κεντρικό λιγνιτιφόρο άξονα Κοζάνης – Πτολεμαΐδας – Φλώρινας, μικρές αποθέσεις λιγνίτη έχουν εντοπιστεί και στην Καστοριά (ΥΠΕΚΑ, 2015).

Στην περιοχή Πολύφυτου-Ιλαρίωνα εντοπίζονται σημαντικά αποθέματα μεταλλευμάτων και βιομηχανικών ορυκτών καθώς και βιομηχανικές μονάδες επεξεργασίας τους.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Το μοναδικό εντός της Ε.Ε. κοίτασμα χρωμίτη και το σπανιότατης ποιότητας ορυκτό χουντίτης έχουν εντοπιστεί στην περιοχή του Τρανόβαλτου Κοζάνης. Επίσης, ο χουντίτης της περιοχής Λευκάρων Κοζάνης είναι η μοναδική απόθεση στον κόσμο, όπου γίνεται εξόρυξη.
  • Στην περιοχή Σερβίων Κοζάνης εντοπίζεται νικέλιο, ενώ στην περιοχή Βούρινου Κοζάνης εντοπίζονται πλατινοειδή μέταλλα.
  • Μεγάλες εμφανίσεις δουνίτη μέσα σε σερπεντινιωμένους περιδοτίτες οφιολιθικών συμπλεγμάτων έχουν εντοπιστεί στο Βούρινο Κοζάνης. Τα βέβαια αποθέματα είναι 25 εκ. τόνοι.
  • Εντοπίζονται επίσης εξορύξεις ολιβίνη στη Σκούμτσα Γρεβενών (Όρος Βούρινος).
  • Μεγάλα αποθέματα υψηλής ποιότητας αταπουλγίτη ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια ΝΑ των Γρεβενών, στη λεκάνη του Βεντζίου.

Σε ότι αφορά τα λατομικά ορυκτά, εντοπίζονται σημαντικά αποθέματα μαρμάρων ενώ διάσπαρτα σχεδόν εντοπίζονται αρκετά λατομεία αδρανών.

Στην περιοχή παρεμβάσεων εντοπίζονται:

  • Η Μαρμαροφόρος Ζώνη Κοζάνης – Βέροιας όπου από τον Τρανόβαλτο (Ν-ΝΑ της λίμνης Πολυφύτου) μέχρι το Βέρμιο δραστηριοποιούνται πάνω από 15 λατομεία παράγοντας πάνω από 10.000 κ.μ. μαρμάρου.
  • Η περιοχή της Βεύης – Πελίτη και στην ανατολική περιοχή των λιμνών Αμυνταίου
  • Η περιοχή της Γέρμας, ΝΑ της λίμνης Καστοριάς

 

Ένα σημαντικό θέμα που σχετίζεται με τον ορυκτό πλούτο της περιοχής αποτελεί και ο αμίαντος. Αμίαντος είναι ένας γενικός όρος, μια κοινή ονομασία για μια ομάδα ορυκτών, ινώδους μορφής, που ανήκουν στην κατηγορία των σερπεντινών και των αμφιβόλων.

Με στόχο την προστασία του πληθυσμού και των εργαζομένων από τις σωρευτικές συνέπειες της εισπνοής ινών αμιάντου, η ευρωπαϊκή πολιτική σε σχέση με τον αμίαντο έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες προς την κατεύθυνση απαγόρευσης της χρήσης του.

Σύμφωνα με την αναλογία πληθυσμού της ΠΔΜ έναντι της χώρας (2,6%) προκύπτει ότι η συνολική ποσότητα 2014-2020 της ΠΔΜ είναι περίπου 5.700 τόνοι.

Για τα απόβλητα αμιάντου υπάρχουν στην ΠΔΜ δύο περιβαλλοντικά αδειοδοτημένοι χώροι διάθεσης:

ένας (1) στην περιοχή των πρώην και αποκατεστημένων πλέον ορυχείων της ΜΑΒΕ, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί για την υγ. ταφή των αποβλήτων αμιάντου που θα προκύψουν από τις αποκαταστάσεις των κτιρίων της ΜΑΒΕ (έργο σε υλοποίηση) και ένας (1) ο ΧΔΒΑ της ΔΕΗ στο ΛΚΔΜ που κατά το παρελθόν (2005-2009) έχει εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ΔΕΗ για τα απόβλητα αμιάντου (από τις αποξηλώσεις πύργων ψύξης των ΑΗΣ) (ΠΕΣΔΑ, 2016).