Περιβαλλοντικοί Κίνδυνοι και Απειλές

1.12. Περιβαλλοντικοί Κίνδυνοι και Απειλές

Βασικές απειλές για το φυσικό περιβάλλον αποτελούν:

α) το σύστημα παραγωγής ενέργειας με τη χρήση λιγνίτη (εξορυκτικές δραστηριότητες, ιπτάμενη τέφρα κ.α.,

β) ο ρόλος της γεωργοκτηνοτροφίας,

γ) τα απόβλητα βιομηχανικών μονάδων

δ) απόβλητα οικισμών που δεν διαθέτουν ακόμη συλλογικό σύστημα επεξεργασίας των λυμάτων και

ε) η κλιματική αλλαγή.

Ωστόσο, η κατάσταση τη τελευταία δεκαετία μπορεί να θεωρηθεί ότι βαίνει προς το καλύτερο, έχοντας υπόψη: την αποκατάσταση του συνόλου των ΧΑΔΑ, την πλήρη λειτουργική εφαρμογή του ΠΕΣΔΑ, το γεγονός της κάλυψης όλο και μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού με ΕΕΛ και του εκσυγχρονισμού των συστημάτων επεξεργασίας και διάθεσης σημαντικών βιομηχανικών μονάδων (ΥΠΕΚΑ, 2015), (ΔΕΗ, 2009), (Τσιόκανος, 2014)

Οι πλημμύρες συνιστούν ένα σύνθετο φαινόμενο το οποίο σχετίζεται με την αλληλεπίδραση φυσικών επεισοδίων, όπως για παράδειγμα η έντονη βροχόπτωση και των χωρικών συνθηκών – απόρροια των ανθρώπινων παρεμβάσεων και ρυθμίσεων.

Κατά συνέπεια η έκφραση τέτοιων συμβάντων δεν είναι σταθερή στον χώρο και στο χρόνο. Τα σημαντικότερα πλημμυρικά φαινόμενα που έχουν καταγραφεί στην περιοχή παρέμβασης κατά την τελευταία δεκαετία είναι:

  • Οι πλημμύρες στην Καστοριά το 2010 λόγω της αδυναμίας ομαλής παροχέτευσης της λίμνης με αποτέλεσμα την υπερχείλισή της στους παραλίμνιους οικισμούς και αγροτικές εκτάσεις.
  • Οι πλημμύρες στην πεδινή ζώνη του Αετού στην Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας που αποδίδονται στην αδυναμία ικανοποιητικής αποστράγγισης των γεωργικών εδαφών.

Οι κατολισθήσεις είναι φαινόμενα που μπορούν να εμφανιστούν σε αστικές, ημιαστικές και ορεινές περιοχές και τα αίτια πρόκλησής τους κατατάσσονται σε φυσικά και ανθρωπογενή.

Τα καταγεγραμμένα συμβάντα στην περιοχή παρέμβασης κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

  • Συμβάντα επί των τεχνικών έργων και ειδικότερα στην Επ. Ο. Βελβεντού – Καταφυγίου, σε οδικές προσβάσεις της πόλης της Καστοριάς και στην Επ. Ο. Ρυμνίου – Καμβουνίων στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης ΠΔΜ.
  • Συμβάντα λόγω σημαντικής αλλοίωσης του ανάγλυφου από την ανθρώπινη παρέμβαση (π.χ. ορυχεία λιγνίτη) με χαρακτηριστική περίπτωση της δυτικής ζώνης του ορυχείου του Αμυνταίου.
  • Συμβάντα δομημένου χώρου (οικισμών) λόγω ρηγματώσεων, ολισθήσεων και μετατοπίσεων του υπεδάφιου ορίζοντα από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια όπως στο Κεφαλάρι Καστοριάς.

Στην περιφερική ενότητα τέλος καταγράφεται και περιοχή όπου εντοπίζονται κίνδυνοι από παλαιό ναρκοπέδιο στον ορεινό χώρο Βιτσίου – Βαρνούς, μεταξύ Φλώρινας και Καστοριάς (ΥΠΕΚΑ, 2015).

1.13. Συμπεράσματα – Προοπτικές

 

Η οικολογική αξία υδατικού διαμερίσματος αναγνωρίζεται και τεκμηριώνεται σε Εθνικό, Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο καθώς περιλαμβάνει Εθνικό Πάρκο, τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, οικοτόπους και είδη Ευρωπαϊκής σημασίας (NATURA), καθώς και υγροτόπους διεθνούς σημασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ (περιοχή Πρεσπών).

Η περιοχή αντιμετωπίζει μια σειρά περιβαλλοντικών προκλήσεων σε διαχειριστικό επίπεδο ωστόσο οι σημαντικές λειτουργίες των υδάτινων και υγροτοπικών οικοσυστημάτων στην περιοχή παρέμβασης τους προσδίδουν αξίες που είναι ιδιαίτερα επωφελείς για τον άνθρωπο.

Πρόκειται δηλαδή για αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται στον άνθρωπο και του εξασφαλίζουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να ζήσει, να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει.

Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται στην τοπική κοινωνία η τάση για αναγνώριση της τεράστιας σημασίας των υδατικών πόρων.

Η πορεία προς την αειφορική διαχείριση των υγροτοπικών και χερσαίων οικοσυστημάτων είναι εκ των πραγμάτων μακρά και δύσκολη ωστόσο διεξάγονται συντονισμένες προσπάθειες διατήρησης και οι κοινότητες γύρω από τις φυσικές περιοχές εμπλέκονται ενεργά στη διατήρηση και διαχείρισή τους.

1.14. Ποιοτική κατάσταση επιφανειακών υδάτων

 

Τα επιφανειακά νερά του διαμερίσματος και κυρίως οι λίμνες συνδέονται υδραυλικά και επηρεάζουν τα υπόγεια ύδατα.

Ο Αλιάκμονας ποταμός αποτελεί την κύρια επιφανειακή απορροή στο διαμέρισμα και τούτο οφείλεται στο ότι τα πετρώματα της λεκάνη απορροής του στο μεγαλύτερο μέρος απαρτίζονται από μη υδροπερατά πετρώματα και τις οκτώ φυσικές και τρεις τεχνητές λίμνες.

Συνοπτικά λοιπόν τα επιφανειακά νερά του διαμερίσματος περιλαμβάνουν κατ’ αρχήν τον μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό στην Ελληνική επικράτεια τον Αλιάκμονα ο οποίος συγκεντρώνει τα νερά μιας λεκάνης απορροής του άνω ρού του ποταμού από 5.000 km2 περίπου.

Ο ποταμός χρησιμοποιείται εντατικά στην άρδευση μεγάλων εκτάσεων τόσο στο υδατικό διαμέρισμα της Δυτικής όσο και της Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και στην ύδρευση μεγάλων πόλεων όπως του Δήμου Θεσσαλονίκης από την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου.

Από την τεχνητή αυτή λίμνη υδροδοτούνται επίσης όλοι οι Ατμοηλεκτρικοί σταθμοί του λεκανοπεδίου Πτολεμαΐδας της ΔΕΗ.

Ο Αλιάκμονας ποταμός παρουσιάζει ποιοτικά προβλήματα λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και επηρεάζει άμεσα ποιοτικά τα καρστικά νερά του Νότιο-δυτικού Βερμίου-Ασκίου όρους, αφού κατά τόπους έρχεται σε απ’ ευθείας επαφή με τους πολύ υδροπερατούς αυτούς Τριαδικο-ιουρασικούς ασβεστόλιθους, διηθώντας έτσι μέρος των νερών του.

Από τις 11 λίμνες του διαμερίσματος, φθίνουσα πορεία των υδροαποθεμάτων τους παρουσιάζουν οι λίμνες Βεγορίτιδα που είναι ο τελικός αποδέκτης όλων των νερών και απόνερων των ορυχείων και ατμο-ηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ, η Μεγάλη και η Μικρή Πρέσπα, Πετρών και η Χειμαδίτιδα.

Ποιοτικά επίσης προβλήματα εντοπίστηκαν στις δύο Πρέσπες και Βεγορίτιδα.

Η υψομετρική στάθμη του +542 που παρουσίαζε η λίμνη Βεγορίτιδα το 1955, έπεσε σταδιακά στο +509 περίπου που βρίσκεται σήμερα, έτσι προκλήθηκε μία μείωση πλέον του 76% του όγκου της.

Το 1970 η επιφάνεια της λίμνης ήταν 60.000.000 m2 και το 2001 μειώθηκε στα 32.480.000 m2, αντίστοιχα ο όγκος από 1.800.000.000 m3 μειώθηκε στα 700.000.000 m3. Η μείωση σε επιφάνεια και όγκο στη χρονική αυτή περίοδο, ανήλθε σε 47% και 56% αντίστοιχα.

Η λίμνη Βεγορίτιδα είναι μία τεκτονική λίμνη που υδραυλικά είχε επικοινωνία με τα υπόγεια καρστικά νερά των Τριαδικο-Ιουρασικών ασβεστόλιθων του Βορειοδυτικού Βερμίου όρους και του νότιου τμήματος του όρους Βόρρας.

Μεταξύ τους υπήρχε μία σχέση αμφίδρομης παροχέτευσης νερών, η οποία έπαψε να υπάρχει λόγω πτώσης της στάθμης των υπόγειων καρστικών νερών από την υπεράντληση και παρουσιάζεται το φαινόμενο πλέον σήμερα να είναι μόνον η λίμνη που διηθεί συνεχώς νερά της προς τον καρστικό υδροφορέα.

Ο ποιοτικός και ποσοτικός επηρεασμός επομένως Βεγορίτιδας – καρστικών νερών του Βόρειοδυτικού Βερμίου είναι άμεσος.

Οι δύο λίμνες των Πρεσπών Φλώρινας παρουσιάζουν ποσοτικά κυρίως προβλήματα χωρίς να απουσιάζουν και τα ποιοτικά.

Η Μεγάλη Πρέσπα διατηρεί την καλή ποιοτική της κατάσταση (με μικρά ποιοτικά προβλήματα), παρουσιάζει όμως μία επικίνδυνα φθίνουσα πορεία στην ποσοτική της κατάσταση αφού από το 1988 μέχρι σήμερα παρατηρούμε μείωση κατά 6 μέτρα στη στάθμη της, ο δε όγκος της στο ίδιο χρονικό διάστημα μειώθηκε κατά 1.300 εκατομύρια κυβικά μέτρα.

Η Μικρή Πρέσπα μέχρι το 2002 παρουσίαζε μία ισοροπημένη ποσοτική κατάσταση, στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται αισθητά η στάθμη της λόγω εκτροπής του ποταμού Δεβόλη της Αλβανίας που χύνονταν στη Μικρή Πρέσπα ο οποίος να σημειώσουμε είχε ποιοτικά προβλήματα, ενώ δεν λείπουν και τα ποιοτικά προβλήματα της λίμνης.

Οι δύο λίμνες συνδέονται κυρίως επιφανειακά και δευτερευόντως υπόγεια, επικοινωνούν με τον καρστικό υδροφορέα των Τριαδικο-ιουρασικής ηλικίας ασβεστόλιθους των οροσειρών μεταξύ Μεγάλης Πρέσπας και λίμνης Αχρίδας, όπου τα υπόγεια νερά ακολουθώντας την κλίση των υποκείμενών υδατοστεγών κρυσταλλοσχιστωδών, οδηγούνται και εκφορτίζονται κυρίως στις μεγάλες καρστικές πηγές του Πόγραδετς αλβανίας και του Αγίου Ναούμ της F.Y.R.O.M.

Με τεχνικές παρεμβάσεις υπάρχει η δυνατότητα μείωσης των υπόγειων εκροών του νερού της Μεγάλης Πρέσπας προς τον καρστικό υδροφορέα και τις παραπάνω πηγές και συνεπώς της αλλαγής της φθίνουσας πορείας της στάθμης της λίμνης.

Οι θέσεις των παρεμβάσεων αυτών όμως μπορεί να γίνουν μόνο στην Αλβανική επικράτεια κατόπιν συνεργασίας με τα δύο όμορα κράτη και ύστερα από εμπεριστατωμένη περιβαλλοντική μελέτη της ευρύτερης περιοχής των τριών κρατών.

Όσο αφορά στη Μικρή Πρέσπα, προτείνεται η εκτροπή του υδατορέματος του Αγίου Γερμανού στο φυσικό αποδέκτη τη Μικρή Πρέσπα, το οποίο παλαιότερα είχε εκτραπεί και εκβάλλει σήμερα στη Μεγάλη Πρέσπα.