Αναπτυξιακές προοπτικές υδατικού διαμερίσματος

3. Αναπτυξιακές προοπτικές υδατικού διαμερίσματος

Το υδάτινο στοιχείο αποτέλεσε ιστορικά τη βάση ανάπτυξης των πολιτισμών ως μέσο διατήρησης της ζωής, της παραγωγής τροφής, των μεταφορών αλλά και της δημιουργικής έκφρασης, της τέχνης, της τεχνολογίας και της φιλοσοφίας.

Ειδικά στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας οι υδατικοί πόροι έχουν προεξέχουσα σημασία καθώς στην Περιφέρεια εντοπίζεται μεγάλο ποσοστό των επιφανειακών υδάτων της Χώρας (65%), ενώ υπάρχει με εκτεταμένο υδρογραφικό δίκτυο επιφανειακών και υπογείων υδάτων.

Η Περιφέρεια Δυτική Μακεδονίας αποτελεί μια κατεξοχήν ορεινή περιοχή που διακρίνεται για τον πλούτο των φυσικών της πόρων.

Οι ορυκτοί πόροι, τα ορεινά οικοσυστήματα και ο δασικός πλούτος αποτέλεσαν τη βάση αναπτυξιακού σχεδιασμού της περιοχής για πολλές δεκαετίες ενώ αντίθετα οι υδατικοί πόροι αξιοποιήθηκαν κυρίως ως οικονομικοί πόροι και όχι ως πόλοι αναπτυξιακού σχεδιασμού.

Ωστόσο, οι υδατικοί πόροι της Περιφέρειας και ειδικότερα οι λίμνες της Δυτικής Μακεδονίας συνθέτουν ένα ομοιογενές σύνολο περιοχών με παρόμοια χαρακτηριστικά.

Αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του μοναδικού φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας στην περιοχή, είναι καθοριστικοί παράγοντες κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης πεδινών και ημιορεινών περιοχών καθώς χρησιμοποιούνται για ύδρευση, παραγωγή ενέργειας και πρωτογενή παραγωγή (άρδευση, αλιεία) και παράλληλα διαθέτουν πολύπλευρη εκπαιδευτική, αναψυχική και τουριστική αξία.

Στο πλαίσιο αυτό οι 9 κύριες λίμνες της Δυτικής Μακεδονίας αποτελούν κεντρικούς άξονες ανάπτυξης στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.

Οι λίμνες αυτές είναι:

  1. Μεγάλη Πρέσπα
  2. Μικρή Πρέσπα
  3. Πετρών
  4. Βεγορίτιδα
  5. Ζάζαρη
  6. Χειμαδίτιδα
  7. Καστοριάς (Ορεστιάδα)
  8. Ιλαρίωνα
  9. Πολυφύτου

Με βάση το επιχειρησιακό σχέδιο της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης για τις λίμνες της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, (ΕΥΔΕΠ) η συνοχή των περιοχών παρέμβασης αποτελεί παράγοντα κρίσιμης σημασίας για την ορθή στοχοθέτηση και επιλογή των αναπτυξιακών παρεμβάσεων με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.

Στο πλαίσιο αυτό και για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής ομοιογένειας οι περιοχές αυτές με βάση τα οικολογικά χαρακτηριστικά, τη λειτουργική τους χρήση και αξία καθώς και τις χρήσεις γης πέριξ των λιμνών κατηγοριοποιούνται σε τέσσερις βασικούς πόλους ανάπτυξης με ομοειδή χαρακτηριστικά.

Οι βασικοί πόλοι ανάπτυξης παρουσιάζονται στον Πίνακα που ακολουθεί.

Πίνακας 3.1: Βασικοί πόλοι ανάπτυξης ΟΧΕ (ΕΥΔΕΠ – ΠΔΜ, 2018)

Πίνακας 3.1: Βασικοί πόλοι ανάπτυξης ΟΧΕ (ΕΥΔΕΠ – ΠΔΜ, 2018)

 

3.1. Πλεονεκτήματα και αδυναμίες περιοχής ενδιαφέροντος

 

Η περιοχή παρέμβασης έχει να επιδείξει πολλαπλά πλεονεκτήματα με αξιοσημείωτη φυσική κληρονομιά που περιλαμβάνει:

  • Λιμναία οικοσυστήματα σπάνιας ομορφιάς,
  • Ιδιαίτερη βιοποικιλότητα,
  • Τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και εντυπωσιακούς γεωλογικούς σχηματισμούς.

Επιπλέον η περιοχή παρέμβασης έχει πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά (μουσεία, διατηρητέα κτήρια, παραδοσιακοί οικισμοί, αρχαιολογικοί χώροι κ.α.) η οποία έχει αρχίσει να αξιοποιείται τα τελευταία χρόνια και συμβάλλει στη βελτίωση της ελκυστικότητας της περιοχής.

Σε σχέση με τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περιοχή παράγονται τοπικά προϊόντα ποιότητας (μεταποιημένα και μη), πολλά από τα οποία είναι γνωστά τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο (πχ κρόκος, κρασιά, τυροκομικά προϊόντα) και τα οποία λειτουργούν ως πόλος έλξης αλλά και προβολής της περιοχής.

Παράλληλα, τα εγγειοβελτιωτικά έργα που έχουν υλοποιηθεί στην περιοχή σε συνδυασμό με τη σύγχρονη αναδιάρθρωση των οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχουν δώσει νέα ώθηση στη γεωργία και μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης και το εισόδημα της περιοχής.

Σε σχέση με τον τριτογενή τομέα και ειδικά σε θέματα οικοτουρισμού υπάρχει σημαντική εμπειρία στην περιοχή των Πρεσπών με πρωτοβουλίες και δράσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν ως οδηγοί και για άλλες περιοχές.

Σε επίπεδο υποδομών, στα πλεονεκτήματα της περιοχής παρέμβασης είναι το γεγονός ότι, με βάση το υφιστάμενο και σχεδιαζόμενο συγκοινωνιακό δίκτυο, διασυνδέεται επαρκώς με τα κύρια αστικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας, με γειτονικές περιφέρειες αλλά και γειτονικές χώρες.

Παράλληλα η χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση της περιοχής θέτουν το πλαίσιο για την αξιοποίηση και ενίσχυση των παραγόντων της τοπικής ανάπτυξης αλλά και των δυνατοτήτων διαφοροποίησης της περιφερειακής οικονομίας με τρόπο που θα συμβάλει θετικά στην περιφερειακή αγορά εργασίας.

Η πληθώρα δημόσιων αθλητικών υποδομών κάθε μορφής σε συνδυασμό με το φυσικό πλούτο και το πολιτιστικό απόθεμα της περιοχής παρέμβασης δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων σε οργανωμένους χώρους και εγκαταστάσεις (π.χ. ναυταθλητικές εγκαταστάσεις λιμνών Καστοριάς, Πολυφύτου) συμβάλλοντας στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας με νέες οικονομικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι η λειτουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας μπορεί να αξιοποιηθεί για τη διάχυση τεχνογνωσίας στην τοπική κοινωνία και την επιχειρησιακή μεταφορά καινοτομίας στον επιχειρηματικό κόσμο.

Σε περιβαλλοντικό επίπεδο, τα κυριότερα μειονεκτήματα της περιοχής παρέμβασης αφορούν:

(α) Έλλειψη φορέων διαχείρισης, με εξαίρεση τις Πρέσπες, και εγκεκριμένων διαχειριστικών σχεδίων για τις περιοχές περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος,

(β) Ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων και κίνδυνοι για τη βιοποικιλότητα, ως αποτέλεσμα των έντονων ανθρωπογενών πιέσεων ειδικά στις λίμνες Αμυνταίου και στη λίμνη Καστοριάς,

(γ) Αέρια ρύπανση με τα συχνότερα περιστατικά ατμοσφαιρικής ρύπανσης να παρατηρούνται και καταγράφονται στην ευρύτερη περιοχή των Λιμνών Αμυνταίου (Λεκάνη Απορροής Πτολεμαΐδας) από τη λειτουργία των ατμοηλεκτρικών σταθμών (ΑΗΣ) και των εξορυκτικών δραστηριοτήτων του λιγνίτη.

Σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και επιχειρηματικότητα το παραγωγικό σύστημα της περιοχής παρέμβασης όπως και συνολικά η ΠΔΜ, χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικές αδυναμίες, με περιορισμένο εύρος κλαδικής εξειδίκευσης, χαμηλή διασύνδεση μεταξύ των

τομέων της οικονομίας, σημαντική εξάρτηση από συμβατικούς κλάδους, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, περιορισμένη ενσωμάτωση καινοτομίας, την έλλειψη επενδύσεων εκσυγχρονισμού και εφαρμογών ΤΠΕ.

Ο πρωτογενής τομέας έχει υποστεί σημαντική συρρίκνωση τις τελευταίες δεκαετίες ενώ ο δευτερογενής παρουσιάζεται σχεδόν μονοδιάστατος με βάση το κύκλωμα λιγνίτης-ενέργεια και στην περιοχή Καστοριάς-Σιάτιστας τον κλάδο της γούνας.

Ο τριτογενής τομέας χαρακτηρίζεται από αισθητή μείωση του εμπορίου λόγω της οικονομικής κρίσης ενώ οι επιδόσεις του τουριστικού τομέα είναι από τις χαμηλότερες στην ελληνικό χώρο με μόλις 0,12 διανυκτερεύσεις αλλοδαπών ανά κάτοικο.

Αποτέλεσμα των προαναφερόμενων και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, είναι η σταδιακή μετακίνηση των νέων είτε προς τα αστικά κέντα είτε προς το εξωτερικό, η σημαντική μείωση του συνολικού και οικονομικά ενεργού πληθυσμού καθώς και η αύξηση του δείκτη ηλιακής γήρανσης της περιοχής.

Σε επίπεδο βασικών υποδομών ποιότητας ζωής έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε τοπικές παρεμβάσεις για την άμεση προσέγγιση και τη βελτίωση της πρόσβασης των παραλίμνιων περιοχών, τη συμπλήρωση και αναβάθμιση μονάδων και υποδομών Εγκαταστάσεων Επεξεργασίας Λυμάτων, όχι μόνο στις προστατευόμενες περιοχές αλλά και στις περιπτώσεις οικισμών που έχων ως τελικό αποδέκτη τις λίμνες, καθώς και η βελτίωση των υποδομών εξυπηρέτησης των πολιτών στις περιοχές ενδιαφέροντος.

3.2. Προοπτικές

 

Τα υδάτινα οικοσυστήματα αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του μοναδικού φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας στην περιοχή, είναι καθοριστικοί παράγοντες κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης πεδινών και ημιορεινών περιοχών καθώς χρησιμοποιούνται για ύδρευση, παραγωγή ενέργειας και πρωτογενή παραγωγή (άρδευση, αλιεία), ενώ παράλληλα διαθέτουν πολύπλευρη εκπαιδευτική, αναψυχική και τουριστική αξία.

Συνεπώς, η αξία αυτών των περιοχών είναι ταυτόχρονα οικολογική, κοινωνική και οικονομική.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι πολλές λίμνες έχουν αναδειχθεί σε “επιτυχημένα παραδείγματα” σύζευξης οικολογικών και παραγωγικών επιδιώξεων.

Επιτυχημένα παραδείγματα μικρής κλίμακας στον Ελληνικό χώρο αποτελούν η λίμνη Κερκίνη, η τεχνητή λίμνη Πλαστήρα αλλά και οι Πρέσπες στη Δ. Μακεδονία.

Αντίστοιχα παραδείγματα βιώσιμης ανάπτυξης με άξονες τα λιμναία οικοσυστήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε μεγαλύτερη κλίμακα, αποτελούν οι λίμνες της Β. Ιταλίας όπως και της Ελβετίας όπου και δόθηκε μεγάλη έμφαση σε θέματα τουρισμού και αναψυχής.

Από τη διερεύνηση των συστημάτων σχεδιασμού σε χώρες της ΕΕ που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό λιμναίων υδάτινων συστημάτων, ξεχωρίζει το παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών.

Ο σχεδιασμός του χώρου των σκανδιναβικών χωρών θεωρείται ότι αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση σε σχέση με τα υπόλοιπα συστήματα σχεδιασμού των χωρών της ΕΕ, διότι εφαρμόζει οριζόντια και κάθετη ολοκλήρωση των πολιτικών στους διάφορους τομείς και πεδία αρμοδιοτήτων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας 15ετίας αποτελεί ο ανασχεδιασμός του συνόλου των παρόχθιων και παράκτιων περιοχών στη Φιλανδία με σκοπό κυρίως την κάλυψη των αναγκών ανέγερσης νέων παραθεριστικών, ή μόνιμων, κατοικιών καθώς και τη μετατροπή παραθεριστικών κατοικιών σε μόνιμες, προωθώντας ένα εναλλακτικό και αποκεντρωμένο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης.

Ειδικά σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, σχετική μελέτη του Bloomberg Institute (2012) επισημαίνει ότι τουρισμός και αναψυχή θα αποτελέσουν τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης στον 21ο αιώνα.

Στη Γερμανία,

όπως και σε άλλες χώρες σήμερα, τουρισμός, αναψυχή και δράσεις αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου αποτελούν με διαφορά το μεγαλύτερο εργοδότη απασχολώντας περισσότερα από 6 εκ. άτομα, ενώ ο οικοτουρισμός αποτελεί τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο κλάδο του τουρισμού με τα υδάτινα οικοσυστήματα να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Με βάση τα ανωτέρω παραδείγματα, είναι προφανές ότι οι λιμναίες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας ως οικοσυστήματα ιδιαίτερης αξίας διαθέτουν τόσο τη δυνατότητα όσο και τις προοπτικές να αναδειχθούν σε πόλο περιφερειακής ανάπτυξης μέσα από ένα οργανωμένο πλαίσιο.

Το σύνολο των εννέα λιμνών της Δυτικής Μακεδονίας αντικατοπτρίζει τα κοινά χαρακτηριστικά των επιμέρους περιοχών που περιλαμβάνουν ως εστιακό σημείο λιμναία-υγροτοπικά οικοσυστήματα τα οποία θεωρούνται από τους πλέον ευαίσθητους και τρωτούς τύπους οικοσυστημάτων παγκοσμίως, πεδινές και ημιορεινές περιοχές, παρόμοιες παραγωγικές δραστηριότητες κατά βάση γεωργοκτηνοτροφικές και εμπόριο, συγκλίνοντα δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η σύνθεση πληθυσμού, το υψηλό ποσοστό μείωσης σε σχέση με τις άλλες περιοχές της Δ. Μακεδονίας, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με το σύνολο της Περιφέρειας.

Πέρα από τα κοινά χαρακτηριστικά τους όμως, οι περιοχές των λιμνών παρουσιάζουν και ιδιαιτερότητες οι οποίες και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον αναπτυξιακό σχεδιασμό.

Με το σκεπτικό αυτό διακρίνονται τέσσερις βασικοί πόλοι ανάπτυξης ως Κύριες Περιοχές Ενδιαφέροντος που είναι η περιοχή Πρεσπών, η περιοχή Λιμνών Αμυνταίου, η περιοχή Λίμνης Καστοριάς και η περιοχή των τεχνητών λιμνών Αλιάκμονα.

Καθεμία από τις περιοχές αυτές διαθέτει τα δικά της μοναδικά γεωφυσικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες.

Η σημασία της ΟΧΕ στις περιοχές παρέμβασης, προκύπτει από τη δυνατότητα υποστήριξης των βασικών πυλώνων της βιώσιμης διαχείρισης με την ενσωμάτωση και προσαρμογή των σχετικών κατευθύνσεων ανά περιοχή παρέμβασης αξιοποιώντας καλές πρακτικές και την εμπειρία παρόμοιων περιπτώσεων από την Ελλάδα και το Εξωτερικό.

Έτσι, το μοντέλο ανάπτυξης της λίμνης της Γενεύης για παράδειγμα δεν θα ήταν συμβατό με την περίπτωση των Πρεσπών που αποτελεί εθνικό δρυμό, ωστόσο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην περίπτωση της λίμνης Καστοριάς που στις όχθες της αναπτύσσεται ένα σημαντικό αστικό κέντρο.

Αντίστοιχα, καλές πρακτικές διασύνδεσης τοπικών προϊόντων ποιότητας και αγροτουριστικής αξιοποίησης των λιμνών της Λομβαρδίας στη Β. Ιταλία είναι συμβατές με την περιοχή των λιμνών Αμυνταίου και τον ονομαστό αμπελώνα του, ενώ επιτυχημένες παρεμβάσεις στην Τεχνητή Λίμνη Πλαστήρα μπορούν να αξιοποιηθούν ως καλές πρακτικές στις Τεχνητές Λίμνες του Αλιάκμονα που διαθέτουν παρόμοια γεωφυσικά χαρακτηριστικά και καθεστώς διαχείρισης.

Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται ότι ο αναπτυξιακός σχεδιασμός δεν αποτελεί μια αποσπασματική προσέγγιση για την αξιοποίηση μεμονωμένων περιοχών αλλά φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την Περιφέρεια διασυνδέοντας τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά με τις παραγωγικές δραστηριότητες και την ποιότητα ζωής των πολιτών.

Για το σκοπό αυτό, γύρω από τις τέσσερις κύριες περιοχές παρέμβασης αναπτύσσεται ένα δίκτυο παραλίμνιων και παραποτάμιων περιοχών για την ανάπτυξη παρεμβάσεων που στοχεύουν στη διασύνδεση και την ολοκληρωμένη ανάδειξη της φυσικής, πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς της Δυτικής Μακεδονίας, την ενίσχυση της συνεκτικότητας των παρεμβάσεων σε Περιφερειακό επίπεδο και τη σταδιακή σύγκλιση του συνόλου των περιοχών της Περιφέρειας προς τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό καθοριστική σημασία διαδραματίζει η συνοχή και η συνάφεια του αναπτυξιακού Σχεδιασμού ΟΧΕ με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από Σχέδιο για τη Βιοποικιλότητα της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας καθώς και το στρατηγικό σχεδιασμό της Περιφέρειας σε σχέση με τον Τουρισμό (ΕΥΔΕΠ – ΠΔΜ, 2018).